ἐτυμολογικός — belonging to masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετυμολογικός — ή, ό (ΑΜ ἐτυμολογικός, ή, όν) [ετυμολόγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ετυμολογία («ετυμολογική μελέτη») 2. το θηλ. ως ουσ. η ετυμολογική η επιστήμη που ασχολείται με την ετυμολογία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ετυμολογικό το μέρος τής… … Dictionary of Greek
ἐτυμολογικώτερον — ἐτυμολογικός belonging to adverbial comp ἐτυμολογικός belonging to masc acc comp sg ἐτυμολογικός belonging to neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυμολογικῶν — ἐτυμολογικός belonging to fem gen pl ἐτυμολογικός belonging to masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυμολογικόν — ἐτυμολογικός belonging to masc acc sg ἐτυμολογικός belonging to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυμολογικαῖς — ἐτυμολογικός belonging to fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυμολογικοῖς — ἐτυμολογικός belonging to masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυμολογικοῦ — ἐτυμολογικός belonging to masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυμολογικούς — ἐτυμολογικός belonging to masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυμολογικῆς — ἐτυμολογικός belonging to fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)